-
1 περι-άγω
περι-άγω (s. ἄγω), herumführen; περιάγουσίν σε πρὸς τἀριστερά, Eur. Cycl. 682; περιάγειν τὴν κεφαλήν, Ar. Pax 665, wie τὸν αὐχένα Plat. Rep. VII, 515 c; περιῆγε τὸν ἵππον ἀγχοῦ τῇ ἵππῳ, Her. 3, 85, vgl. 4, 73; u. mit dem accus. des Ortes. περιάγουσι τὴν λίμνην κύκλῳ, 4, 180; οἷον τροχοῠ περιαγομένου, Plat. Tim. 79 b, oft; auch οἱ τὰ μαϑήματα περιάγοντες κατὰ τὰς πόλεις, Prot. 313 d; Folgde; τὸ ἱππικὸν εἰς τὸ Μαιάνδρου πεδίον περιήγαγεν, Xen. Ages. 1, 15, u. oft; περιάγειν τὼ χεῖρε, beide Hände herum und auf den Rücken drehen, um sie zu binden, Lys. 1, 25; Long. 2, 14; pass., περιαχϑεὶς τὼ χεῖρε, Jac. Philostr. imagg. 464. – Intr. sich herumtreiben, gaffend umhergehen, N. T., z. B. περιῆγε τὰς πόλεις, Matth. 9, 35; vgl. Dem. 42, 5 περιαγαγὼν τὴν ἐσχατιάν. – Med. mit sich herumführen, immer bei sich haben, Xen. Cyr. 2, 2, 28 Mem. 1, 7, 2, u. öfter bei Ath. u. Sp.
См. также в других словарях:
περιάγω — ΝΜΑ οδηγώ κάποιον ή κάτι γύρω, περιφέρω (α. «ἄγγελος... στολήν σε... ἠμφίασε καὶ ὡς νύμφην περιήγαγε», Μηναί. β. «τὸ δὲ ἱππικὸν εἰς τὸ Μαιάνδρου πεδίον περιήγαγε», Ξεν.) νεοελλ. κάνω κάποιον να έλθει σε δύσκολη κατάσταση («η χαρτοπαιξία τόν… … Dictionary of Greek